льстивый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

льстивый - translation to πορτογαλικά


льстивый      
adulador, lisonjeador, bajulador ; aduiatório, de adulação, (содержащий лесть) de lisonja
bajulatório adj      
льстивый; заискивающий
sorriso servil      
льстивая улыбка

Ορισμός

льстивый
прил.
1) Склонный к лести, много и часто льстящий.
2) Выражающий, содержащий в себе лесть.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για льстивый
1. - из динамиков раздался обманчиво льстивый голос китаянки.
2. Сделать льстивый портрет, поступившись принципами художественной правды, он не мог.
3. Заголовок и так безумно льстивый, а уж в канун Пасхи!..
4. Он требует лестных преувеличений, и если похвала верна по сути, любые гиперболы законны: лестный не значит льстивый.
5. В декабре 1'44 года его подарил Сталину Шарль де Голль, прекрасно понимавший лестный и льстивый характер порождаемых аллюзий.